στελ(λ)αρία

στελ(λ)αρία
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια καρυοφυλλίδες, τής τάξης καρυοφυλλώδη και περιλαμβάνει 120 περίπου είδη ποωδών φυτών, ορισμένα από τα οποία είναι ζιζάνια με κοσμοπολιτική σχεδόν κατανομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. stellaria (< λατ. stella «αστέρας» + -aria)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”